φάουλ, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. foul]. 1. (ιδίως στη γλώσσα του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ) η παράβαση κάποιου κανόνα του παιχνιδιού από παίχτη, η οποία δίνει την κατοχή της μπάλας στον αντίπαλο παίχτη: «ο διαιτητής σφύριξε φάουλ την προσπάθεια του παίχτη μας ν’ αποκρούσει κι ο αντίπαλος παίχτης έστησε την μπάλα στο σημείο που του υπέδειξε, για να το χτυπήσει». 2. το λάθος, το παράπτωμα: «συγκεντρώσου, γιατί συνέχεια πέφτεις από το ’να φάουλ στ’ άλλο». Από τη γλώσσα του ποδοσφαίρου·
- δίνω φάουλ, (για διαιτητές) βλ. φρ. σφυρίζω φάουλ· 
- είμαι φάουλ, είμαι έξω από το πνεύμα μιας συζήτησης ή μιας υπόθεσης: σταμάτα την κουβέντα, γιατί σ’ αυτό το σημείο είσαι φάουλ»· βλ. και φρ. κάνω φάουλ·
- κάνω φάουλ, α. ενεργώ λανθασμένα, κάνω λάθος: «όταν κατάλαβα πως έκανα φάουλ, πήγα και του ζήτησα συγνώμη». β. (ιδίως στη γλώσσα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ) παραβαίνω κάποιο κανόνα του παιχνιδιού, πέφτω σε παράπτωμα: «ο διαιτητής του ’δειξε κόκκινη κάρτα, γιατί ήταν το δεύτερο φάουλ που είχε κάνει»·
- σφυρίζω φάουλ, (για διαιτητές) καταλογίζω σε κάποιον παίχτη παράβαση κάποιου κανόνα του παιχνιδιού: «ο διαιτητής σφύριξε φάουλ την αμυντική ενέργεια του παίχτη».